- χόνδρους
- χόνδροςgranulemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χονδρούς — χονδρός granular masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδρικός — (I) ή, ό, Ν [χόνδρος] (ανατ. ιατρ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χόνδρους ή εντοπίζεται στους χόνδρους (α. «χονδρικός ιστός» β. «χονδρικές κοιλότητες»). (II) και χοντρικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που δίνεται ή γίνεται κατά μεγάλες ποσότητες (α.… … Dictionary of Greek
χονδροπτισάνη — ἡ, Α αφέψημα από χόνδρους, δηλαδή από χονδροαλεσμένο σιτάρι, το οποίο δινόταν σε ασθενείς ως ποτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + πτισάνη «αφέψημα από χόνδρους ξεφλουδισμένου κριθαριού»] … Dictionary of Greek
χονδρώδης — ες / χονδρώδης, ῶδες, ΝΑ [χόνδρος] αυτός που μοιάζει με χόνδρο ως προς τη φύση ή τη σύσταση («χονδρώδης χιτὼν ὀφθαλμοῡ», Πολυδ.) νεοελλ. φρ. «χονδρώδης ιστός» (ιστολ.) μορφή συνδετικού ιστού που εμφανίζει σύσταση και όψη χόνδρου αρχ. αυτός που… … Dictionary of Greek
χόνδρος — I Μικρό νησί στα Δωδεκάνησα, στη συστάδα της Κύμης και στον κόλπο της Δωρίδας του νησιού Κως, Δ του νησιού Νήμος. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Σελίνου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σαρακήνας. * * *… … Dictionary of Greek
άλφιτον — ἄλφιτον, το (Α) (στον ενικό μόνο στον Όμηρο) 1. ξεφλουδισμένο ή χοντροκοπανισμένο κριθάρι 2. φρ. «ἀλφίτου ἀκτίς», κριθάλευρο (συνήθως στον πληθυντικό) τὰ ἄλφιτα 3. χονδροκομμένο αλεύρι, πληγούρι (σε αντίθεση με τα ἀλείατα*), με το οποίο συνήθιζαν … Dictionary of Greek
άχονδρος — ἄχονδρος, ον (Α) ο χωρίς χόνδρους … Dictionary of Greek
έγχονδρος — ἔγχονδρος, ον (Α) χωρισμένος σε χόνδρους, σε μικρά κομμάτια … Dictionary of Greek
έλυτρο — το (AM ἔλυτρον) περίβλημα, θήκη, περικάλυμμα νεοελλ. 1. πέταλο το οποίο περιβάλλει διάφορα όργανα (τένοντες, μυς, χόνδρους) 2. σκληρή και δερματώδης πτέρυγα μερικών εντόμων που χρησιμεύει ως θήκη για την προφύλαξη τής κατώτερης πτέρυγας 3.… … Dictionary of Greek
γλυκοπατάτα — Φυτό με την επιστημονική ονομασία ιπομοία (ipomoea).Ανήκει στην οικογένεια των κομβολβουλιδών. Το φυτό αυτό είναι πιθανόν αμερικανικής καταγωγής και καλλιεργείται σε πολλές θερμές περιοχές για τους χονδρούς, μακρόστενους και εδώδιμους κονδύλους… … Dictionary of Greek